Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πρακτύς
πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
πρανής
πρανίζω
πρανόν
πρανόω
πρανώ
View word page
πράληξ
πράληξ·
ὁ λίαν ἀγρο=ικος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πράληξ
Headword (normalized):
πράληξ
Headword (normalized/stripped):
πραληξ
IDX:
86160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86161
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πράληξ·</span> <span class="foreign greek">ὁ λίαν ἀγρο=ικος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}