πρακτός
πρακ-τός, Ion. πρηκτός, ή, όν , (πράσσὠ: τὰ π.
A). things to be done, i.e. matters of moral action, EN 1094a19 , 1097a22 ; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16 , cf. Rhod. p.574 M.
2). traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα Fr. 5.3 .
II). πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict. 7.2 , 21 , cf. IG 12 ( 7 ). 237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib. 62.50 (ibid., iv B. C.).