Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πρακτύς
πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
πρανής
View word page
πρακτορικός
πρακ-τορικός, , όν,
A). kept by or with the πράκτωρ, διαλογισμός UPZ 114(1).13 (ii B. C.).


ShortDef

kept by

Debugging

Headword:
πρακτορικός
Headword (normalized):
πρακτορικός
Headword (normalized/stripped):
πρακτορικος
IDX:
86156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρακ-τορικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">kept by</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">with the</span> <span class="quote greek">πράκτωρ, διαλογισμός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 114(1).13 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}