Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρακτευτής
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πρακτύς
πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
πρᾶν
View word page
πρακτορεύω
πρακ-τορεύω,
A). actas collector, PLond. 2.306.9 (ii A. D.).


ShortDef

actas collector

Debugging

Headword:
πρακτορεύω
Headword (normalized):
πρακτορεύω
Headword (normalized/stripped):
πρακτορευω
IDX:
86155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρακ-τορεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">actas collector,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 2.306.9 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}