Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρακτέος
πρακτευτής
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πρακτύς
πράκτωρ
πράληξ
Πράμνειος
πράμνη
πράμνημα
πράμος
View word page
πρακτόρειος
πρακ-τόρειος, α, ον,
A). subject to collection, εἴδη PTeb. 72.463 (ii B.C.).


ShortDef

subject to collection

Debugging

Headword:
πρακτόρειος
Headword (normalized):
πρακτόρειος
Headword (normalized/stripped):
πρακτορειος
IDX:
86154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρακ-τόρειος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject to collection,</span> <span class="quote greek">εἴδη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 72.463 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}