Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πράκες
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτευτής
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
πρακτόρειον
πρακτόρειος
πρακτορεύω
πρακτορικός
πρακτός
πρακτύς
πράκτωρ
View word page
πρακτικεύομαι
πρακ-τικεύομαι,
A). to be practical, Eustr. in EN 284.38 .


ShortDef

to be practical

Debugging

Headword:
πρακτικεύομαι
Headword (normalized):
πρακτικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πρακτικευομαι
IDX:
86149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρακ-τικεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be practical,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:284:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:284.38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eustr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in EN</span> 284.38 </a>.</div> </div><br><br>'}