Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραισιμνάω
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πράκες
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτευτής
πρακτήρ
πρακτήριος
πράκτης
πρακτικεύομαι
πρακτικός
πράκτιμος
πρακτορεία
View word page
πράκες
πράκες,
A). = πρόκες , Hsch. πράκνον· μέλανα, Id.; cf. περκνός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πράκες
Headword (normalized):
πράκες
Headword (normalized/stripped):
πρακες
IDX:
86142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πράκες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πρόκες</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">πράκνον·</span> <span class="foreign greek">μέλανα,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">περκνός.</span> </div> </div><br><br>'}