Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραισιμνάω
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πράκες
πρακτεῖον
πρακτέος
πρακτευτής
View word page
πραῖνοι
πραῖνοι· πρηνίζει, καταστρέφει, Hsch. (leg. πρανοῖ, cf. πρανόω).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραῖνοι
Headword (normalized):
πραῖνοι
Headword (normalized/stripped):
πραινοι
IDX:
86135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραῖνοι·</span> <span class="foreign greek">πρηνίζει, καταστρέφει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">πρανοῖ,</span> cf. <span class="foreign greek">πρανόω</span>).</div><br><br>'}