Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραισιμνάω
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
πραιτώριον
πράκες
View word page
πραθενεύεσθαι
πραθενεύεσθαι· θρασύνεσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι λόγοις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραθενεύεσθαι
Headword (normalized):
πραθενεύεσθαι
Headword (normalized/stripped):
πραθενευεσθαι
IDX:
86132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραθενεύεσθαι·</span> <span class="foreign greek">θρασύνεσθαι, ἐπαγγέλλεσθαι λόγοις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}