Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραισιμνάω
πραιτωριανοί
πραιτωρίδιον
View word page
πραθέειν
πρᾰθέειν,
A). v. πέρθω;


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραθέειν
Headword (normalized):
πραθέειν
Headword (normalized/stripped):
πραθεειν
IDX:
86130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρᾰθέειν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέρθω;</span> </div> </div><br><br>'}