Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
πραισίδια
πραισιμνάω
πραιτωριανοί
View word page
πραδίλη
πραδίλη, ,
A). = πεπραδίλη (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πραδίλη
Headword (normalized):
πραδίλη
Headword (normalized/stripped):
πραδιλη
IDX:
86129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραδίλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πεπραδίλη</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}