Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
πραῖνοι
πραιπόσιτος
View word page
πραγορίτης
πραγορίτης, ου, , a kind of
A). wine, Hsch.


ShortDef

wine

Debugging

Headword:
πραγορίτης
Headword (normalized):
πραγορίτης
Headword (normalized/stripped):
πραγοριτης
IDX:
86126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραγορίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wine,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}