Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πραγματίας
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
πραθείς
πραθενεύεσθαι
πραιδεύω
πραίκων
View word page
πραγματορράφος
πραγμᾰτο-ρράφος
[ᾰ]
,
ὁ
,
A).
author of troubles,
Gloss.
ShortDef
author of troubles
Debugging
Headword:
πραγματορράφος
Headword (normalized):
πραγματορράφος
Headword (normalized/stripped):
πραγματορραφος
IDX:
86124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86125
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραγμᾰτο-ρράφος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">author of troubles,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}