Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματευτής
πραγματευτικός
πραγματίας
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
πραδίλη
πραθέειν
View word page
πραγματοκόπος
πραγμᾰτο-κόπος, ,
A). meddler, busybody, ib. 1.226S.


ShortDef

meddler, busybody

Debugging

Headword:
πραγματοκόπος
Headword (normalized):
πραγματοκόπος
Headword (normalized/stripped):
πραγματοκοπος
IDX:
86120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραγμᾰτο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">meddler, busybody,</span> ib.<span class="bibl"> 1.226S. </span> </div> </div><br><br>'}