Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματευτής
πραγματευτικός
πραγματίας
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
πραγματώδης
πραγορίτης
πρᾶγος
πράδησις
View word page
πραγματοειδής
πραγμᾰτο-ειδής, ές,
A). laborious, troublesome, Hp. Mul. 1.70 ( Comp.).


ShortDef

laborious, troublesome

Debugging

Headword:
πραγματοειδής
Headword (normalized):
πραγματοειδής
Headword (normalized/stripped):
πραγματοειδης
IDX:
86118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραγμᾰτο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">laborious, troublesome,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:1:70" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:1.70/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 1.70 </a> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}