Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποώδης
πρᾶγμα
πραγματᾶς
πραγματεία
πραγματειώδης
πραγμάτευμα
πραγματεύομαι
πραγματευτέος
πραγματευτής
πραγματευτικός
πραγματίας
πραγματικός
πραγμάτιον
πραγματοδίφης
πραγματοειδής
πραγματοκοπέω
πραγματοκόπος
πραγματολογέω
πραγματομαθής
πραγματοποιία
πραγματορράφος
View word page
πραγματίας
πραγμᾰτ-ίας, ου, ,
A). tiresome, λόγος Com.Adesp. 894 .


ShortDef

tiresome

Debugging

Headword:
πραγματίας
Headword (normalized):
πραγματίας
Headword (normalized/stripped):
πραγματιας
IDX:
86114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86115
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πραγμᾰτ-ίας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tiresome,</span> <span class="quote greek">λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 894 </span> .</div> </div><br><br>'}