Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύς
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγρικός
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
View word page
ἄγρινοι
ἄγρινοι· ἀγρονόμοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄγρινοι
Headword (normalized):
ἄγρινοι
Headword (normalized/stripped):
αγρινοι
IDX:
860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγρινοι·</span> <span class="foreign greek">ἀγρονόμοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}