Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτοπτάζω
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
πότωπον
ποῦ1
που2
ποῦαν
πουερενπβῆκις
πουκότατος
πουλβῖνον
πούλιμος
πουλυβότειρα
πουλυγόητος
πουλυπόδειος
πουλύπους
πουλύς
πούνιον
ποῦπος
πουράγγιον
View word page
πουκότατος
πουκότατος,
A). v. πυκνός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πουκότατος
Headword (normalized):
πουκότατος
Headword (normalized/stripped):
πουκοτατος
IDX:
86084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πουκότατος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πυκνός.</span> </div> </div><br><br>'}