Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτνιάνακτος
ποτνιάομαι
Ποτνιάς
ποτνιασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
ποτόδδω
ποτοκέλλω
ποτόμφει
ποτοπτάζω
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
πότωπον
ποῦ1
που2
ποῦαν
πουερενπβῆκις
πουκότατος
πουλβῖνον
View word page
πότορθρος
πότορθρος, Dor. for πρόσορθρος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πότορθρος
Headword (normalized):
πότορθρος
Headword (normalized/stripped):
ποτορθρος
IDX:
86075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πότορθρος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πρόσορθρος</span> (q. v.).</div><br><br>'}