Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάνακτος
ποτνιάομαι
Ποτνιάς
ποτνιασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
ποτόδδω
ποτοκέλλω
ποτόμφει
ποτοπτάζω
πότορθρος
ποτός
πότος
ποτόσδω
πότωπον
ποῦ1
που2
ποῦαν
πουερενπβῆκις
View word page
ποτόμφει
ποτόμφει· προσόζει, Hsch.; cf. ὀμφά.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ποτόμφει
Headword (normalized):
ποτόμφει
Headword (normalized/stripped):
ποτομφει
IDX:
86073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτόμφει·</span> <span class="foreign greek">προσόζει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ὀμφά.</span> </div><br><br>'}