Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτιφόριμος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
ποτιψαύω
ποτιψαφίζομαι
πότμος
πότνᾰ
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάνακτος
ποτνιάομαι
Ποτνιάς
ποτνιασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
ποτόδδω
ποτοκέλλω
ποτόμφει
ποτοπτάζω
πότορθρος
View word page
ποτνιάνακτος
ποτνιάνακτος,
A). f.l. for ποντοτίνακτος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτνιάνακτος
Headword (normalized):
ποτνιάνακτος
Headword (normalized/stripped):
ποτνιανακτος
IDX:
86065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86066
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτνιάνακτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ποντοτίνακτος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}