Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτιτρόπαιος
ποτιφαίνω
ποτιφόριμος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
ποτιψαύω
ποτιψαφίζομαι
πότμος
πότνᾰ
πότνια
ποτνιάζομαι
Ποτνιαί
ποτνιάνακτος
ποτνιάομαι
Ποτνιάς
ποτνιασις
ποτνιασμός
ποτνιαστής
ποτόδδω
ποτοκέλλω
ποτόμφει
View word page
ποτνιάζομαι
ποτνιάζομαι,
A). = ποτνιάομαι , Hsch.


ShortDef

cry aloud ('πότνια')

Debugging

Headword:
ποτνιάζομαι
Headword (normalized):
ποτνιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτνιαζομαι
IDX:
86063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτνιάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποτνιάομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}