Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτίστασις
ποτίστατος
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτιοστρίς
ποτίταξις
ποτιτάσσω
ποτιτέμνω
ποτιτέρπω
ποτιτρόπαιος
ποτιφαίνω
ποτιφόριμος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
ποτιψαύω
ποτιψαφίζομαι
πότμος
πότνᾰ
View word page
ποτιτέμνω
ποτι-τέμνω,
A). v. προστέμνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιτέμνω
Headword (normalized):
ποτιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
ποτιτεμνω
IDX:
86051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτι-τέμνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προστέμνω.</span> </div> </div><br><br>'}