Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτιστάζω
ποτίστασις
ποτίστατος
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτιοστρίς
ποτίταξις
ποτιτάσσω
ποτιτέμνω
ποτιτέρπω
ποτιτρόπαιος
ποτιφαίνω
ποτιφόριμος
ποτίφορος
ποτιφωνήεις
View word page
ποτιστρέα
ποτ-ιστρέα
,
ἡ
, = foreg.,
κρεμαστὴ π.
ib.
527
(ii A.D.).
ShortDef
watering-place, trough, channel
Debugging
Headword:
ποτιστρέα
Headword (normalized):
ποτιστρέα
Headword (normalized/stripped):
ποτιστρεα
IDX:
86047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86048
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτ-ιστρέα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="foreign greek">κρεμαστὴ π.</span> ib.<span class="bibl"> 527 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}