Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτιπτύσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότις
ποτίσδω
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτιστάζω
ποτίστασις
ποτίστατος
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
ποτίστρα
ποτιστρέα
ποτιοστρίς
ποτίταξις
ποτιτάσσω
ποτιτέμνω
ποτιτέρπω
View word page
ποτίστατος
ποτίστατος,
A). v. πότης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτίστατος
Headword (normalized):
ποτίστατος
Headword (normalized/stripped):
ποτιστατος
IDX:
86042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτίστατος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πότης.</span> </div> </div><br><br>'}