Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτιπελάζω
ποτιπίαμμα
ποτιπίπτω
ποτιπλάσσω
ποτιπορεύομαι
ποτιπταίω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότις
ποτίσδω
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
ποτιστάζω
ποτίστασις
ποτίστατος
ποτιστέον
ποτιστήριον
ποτιστής
View word page
πότις
πότις,
A). v. πότης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πότις
Headword (normalized):
πότις
Headword (normalized/stripped):
ποτις
IDX:
86035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πότις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πότης.</span> </div> </div><br><br>'}