Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτιλέγω
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτιμυθέομαι
ποτινεύμενος
ποτινίσσομαι
ποτιπελάζω
ποτιπίαμμα
ποτιπίπτω
ποτιπλάσσω
ποτιπορεύομαι
ποτιπταίω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
ποτιρραίνω
ποτίρριον
πότις
ποτίσδω
πότισμα
ποτισμός
ποτισπαστήρ
View word page
ποτιπορεύομαι
ποτιπορεύομαι,
A). v. προσπορεύομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιπορεύομαι
Headword (normalized):
ποτιπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιπορευομαι
IDX:
86029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιπορεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσπορεύομαι.</span> </div> </div><br><br>'}