Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
ποτίκολλος
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιλέγω
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτιμυθέομαι
ποτινεύμενος
ποτινίσσομαι
ποτιπελάζω
ποτιπίαμμα
ποτιπίπτω
ποτιπλάσσω
ποτιπορεύομαι
ποτιπταίω
ποτιπτήσσω
ποτιπτύσσω
View word page
ποτιμυθέομαι
ποτιμυθέομαι,
A). v. προσμυθέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιμυθέομαι
Headword (normalized):
ποτιμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιμυθεομαι
IDX:
86022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιμυθέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσμυθέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}