Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
ποτίκολλος
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιλέγω
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτιμυθέομαι
ποτινεύμενος
ποτινίσσομαι
ποτιπελάζω
ποτιπίαμμα
ποτιπίπτω
ποτιπλάσσω
ποτιπορεύομαι
View word page
ποτιλέγω
ποτιλέγω
,
ποτιμάσσω
, Dor. for
προσλέγω, προσμάσσω
(qq. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτιλέγω
Headword (normalized):
ποτιλέγω
Headword (normalized/stripped):
ποτιλεγω
IDX:
86019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιλέγω</span>, <span class="orth greek">ποτιμάσσω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσλέγω, προσμάσσω</span> (qq. v.).</div><br><br>'}