Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
ποτίκολλος
ποτικός
ποτίκρανον
ποτιλέγω
ποτιμάστιος
πότιμος
ποτιμυθέομαι
View word page
ποτικαρτερέω
ποτικαρτερέω,
A). v. προσκαρτερέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτικαρτερέω
Headword (normalized):
ποτικαρτερέω
Headword (normalized/stripped):
ποτικαρτερεω
IDX:
86012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτικαρτερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσκαρτερέω.</span> </div> </div><br><br>'}