Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
ποτίκολλος
ποτικός
ποτίκρανον
View word page
ποτιδίδωμι
ποτιδίδωμι
, Dor. for
προσδ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτιδίδωμι
Headword (normalized):
ποτιδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
ποτιδιδωμι
IDX:
86008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86009
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιδίδωμι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσδ-.</span> </div><br><br>'}