Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
ποτίκολλος
ποτικός
View word page
ποτιδεύομαι
ποτιδεύομαι, Dor. for προσδέομαι, Theoc. 5.63 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδεύομαι
Headword (normalized):
ποτιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτιδευομαι
IDX:
86007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιδεύομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσδέομαι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5.63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 5.63 </a>.</div><br><br>'}