Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
ποτικλίνω
View word page
ποτιδεῖν
ποτιδεῖν
, Dor. for
προσιδεῖν.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτιδεῖν
Headword (normalized):
ποτιδεῖν
Headword (normalized/stripped):
ποτιδειν
IDX:
86005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86006
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιδεῖν</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσιδεῖν.</span> </div><br><br>'}