Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
ποτικλήζω
View word page
ποτιδέγμενος
ποτιδέγμενος, ποτιδέχνυσο,
A). v. προσδέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιδέγμενος
Headword (normalized):
ποτιδέγμενος
Headword (normalized/stripped):
ποτιδεγμενος
IDX:
86004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86005
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτιδέγμενος</span>, <span class="orth greek">ποτιδέχνυσο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσδέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}