Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
ποτικαρτερέω
ποτικατάβλημα
View word page
ποτιβαίνω
ποτι-βαίνω, ποτι-βλέπω, ποτι-γλέπω, Dor. for προσβ- (q. v.). Ποτιδᾶς, Ποτιδάων,
A). v. Ποσειδῶν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτιβαίνω
Headword (normalized):
ποτιβαίνω
Headword (normalized/stripped):
ποτιβαινω
IDX:
86003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτι-βαίνω</span>, <span class="orth greek">ποτι-βλέπω</span>, <span class="orth greek">ποτι-γλέπω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσβ-</span> (q. v.). <span class="orth greek">Ποτιδᾶς</span>, <span class="orth greek">Ποτιδάων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ποσειδῶν.</span> </div> </div><br><br>'}