Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτήρ
ποτηρίδιον
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
ποτητύν
ποτί
ποτιβαίνω
ποτιδέγμενος
ποτιδεῖν
ποτιδέρκομαι
ποτιδεύομαι
ποτιδίδωμι
ποτιδόρπιος
ποτίζω
ποτίθες
View word page
ποτητύν
ποτητύν· τὸ πίνειν, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ποτητύν
Headword (normalized):
ποτητύν
Headword (normalized/stripped):
ποτητυν
IDX:
86001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-86002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτητύν·</span> <span class="foreign greek">τὸ πίνειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}