Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποτέρωσε
ποτευχά
ποτεχεῖ
ποτέχω
ποτή1
ποτή2
πότημα1
πότημα2
ποτηματοποιός
ποτῆμεν
ποτηνός
ποτήρ
ποτηρίδιον
ποτηριοκλέπτης
ποτήριον
ποτηριοφόρος
ποτηροθήκη
ποτηροπλύτης
ποτής
πότης
ποτητός
View word page
ποτηνός
ποτηνός, , όν,
A). v. ποτανός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτηνός
Headword (normalized):
ποτηνός
Headword (normalized/stripped):
ποτηνος
IDX:
85990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτηνός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποτανός.</span> </div> </div><br><br>'}