Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ποτειδάν
Ποτειδάνιον
ποτεῖδον
ποτεκλεπτόμαν
ποτένθῃς
ποτεξορκίζω
ποτέομαι
ποτέος
ποτερίσδω
πότερος
ποτέρχομαι
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτευχά
ποτεχεῖ
ποτέχω
ποτή1
ποτή2
πότημα1
View word page
ποτέρχομαι
ποτέρχομαι, Dor. for προσέρχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτέρχομαι
Headword (normalized):
ποτέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτερχομαι
IDX:
85976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτέρχομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσέρχομαι.</span> </div><br><br>'}