Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδάν
Ποτειδάνιον
ποτεῖδον
ποτεκλεπτόμαν
ποτένθῃς
ποτεξορκίζω
ποτέομαι
ποτέος
ποτερίσδω
πότερος
ποτέρχομαι
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτευχά
ποτεχεῖ
ποτέχω
ποτή1
View word page
ποτερίσδω
ποτερίσδω
, Dor. for
προσερίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποτερίσδω
Headword (normalized):
ποτερίσδω
Headword (normalized/stripped):
ποτερισδω
IDX:
85974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85975
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτερίσδω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσερίζω.</span> </div><br><br>'}