Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποταυλέω
ποταῷος
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδάν
Ποτειδάνιον
ποτεῖδον
ποτεκλεπτόμαν
ποτένθῃς
ποτεξορκίζω
ποτέομαι
ποτέος
ποτερίσδω
πότερος
ποτέρχομαι
ποτέρωθεν
ποτέρωθι
ποτέρως
ποτέρωσε
ποτευχά
ποτεχεῖ
View word page
ποτέομαι
ποτέομαι, Ep. for ποτάομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτέομαι
Headword (normalized):
ποτέομαι
Headword (normalized/stripped):
ποτεομαι
IDX:
85972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85973
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτέομαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ποτάομαι.</span> </div><br><br>'}