Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποταπός
ποταποφωνέω
ποταρός
ποταρχέω
ποτὰς
ποταυδάω
ποταυλέω
ποταῷος
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδάν
Ποτειδάνιον
ποτεῖδον
ποτεκλεπτόμαν
ποτένθῃς
ποτεξορκίζω
View word page
ποταυδάω
ποταυδάω, Dor. for προσαυδάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταυδάω
Headword (normalized):
ποταυδάω
Headword (normalized/stripped):
ποταυδαω
IDX:
85961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποταυδάω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσαυδάω.</span> </div><br><br>'}