Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
ποτανής
ποτανός
ποτάομαι
ποταπός
ποταποφωνέω
ποταρός
ποταρχέω
ποτὰς
ποταυδάω
ποταυλέω
ποταῷος
πότε
Ποτείδαια
Ποτειδάν
Ποτειδάνιον
ποτεῖδον
ποτεκλεπτόμαν
View word page
ποταρχέω
ποταρχέω,
A). = συμποσιαρχέω , Lyr.Alex.Adesp. 21.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταρχέω
Headword (normalized):
ποταρχέω
Headword (normalized/stripped):
ποταρχεω
IDX:
85959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποταρχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συμποσιαρχέω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Alex.Adesp.</span> 21.9 </span>.</div> </div><br><br>'}