Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποταμηΐς
ποταμηνή
ποταμηπόρος
ποταμιαῖος
ποτάμιον
ποτάμιος
ποταμίσκος
ποταμίτης
ποταμογείτων
ποταμοδιάρτης
ποταμοκαρίδες
ποταμόκλυστος
ποταμόνδε
ποταμόρρυτος
ποταμός
ποταμοφόρητος
ποταμοφυλακία
ποταμοφυλακίδες
ποταμόχοος
ποταμόχωστος
ποταμώδης
View word page
ποταμοκαρίδες
ποτᾰμο-καρίδες
,
A).
cammariunculi,
Gloss.
ShortDef
cammariunculi
Debugging
Headword:
ποταμοκαρίδες
Headword (normalized):
ποταμοκαρίδες
Headword (normalized/stripped):
ποταμοκαριδες
IDX:
85942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85943
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτᾰμο-καρίδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cammariunculi,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}