Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποσφέρω
ποσώδης
πότ
πόταγε
ποτάγορος
ποτάγχυμεν
ποταείδω
ποταινί
ποταίνιος
ποταινός
ποταμέλγω
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
ποταμήϊος
ποταμηΐς
ποταμηνή
ποταμηπόρος
ποταμιαῖος
ποτάμιον
ποτάμιος
View word page
ποταμέλγω
ποτᾰμέλγω
, Dor. for
προσαμέλγω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ποταμέλγω
Headword (normalized):
ποταμέλγω
Headword (normalized/stripped):
ποταμελγω
IDX:
85927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85928
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτᾰμέλγω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσαμέλγω</span> (q. v.).</div><br><br>'}