Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποσταῖος
ποστημόριον
πόστιον
πόστος
ποσφέρω
ποσώδης
πότ
πόταγε
ποτάγορος
ποτάγχυμεν
ποταείδω
ποταινί
ποταίνιος
ποταινός
ποταμέλγω
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
ποταμήϊος
ποταμηΐς
ποταμηνή
View word page
ποταείδω
ποταείδω, Dor. for προσαείδω,
A). v. προσᾴδω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποταείδω
Headword (normalized):
ποταείδω
Headword (normalized/stripped):
ποταειδω
IDX:
85923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85924
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποταείδω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσαείδω,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσᾴδω.</span> </div> </div><br><br>'}