Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστιον
πόστος
ποσφέρω
ποσώδης
πότ
πόταγε
ποτάγορος
ποτάγχυμεν
ποταείδω
ποταινί
ποταίνιος
ποταινός
ποταμέλγω
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
ποταμήϊος
View word page
ποτάγορος
ποτάγορος, Dor. for προσήγορος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποτάγορος
Headword (normalized):
ποτάγορος
Headword (normalized/stripped):
ποταγορος
IDX:
85921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποτάγορος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">προσήγορος.</span> </div><br><br>'}