Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποσσῆμαρ
ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστιον
πόστος
ποσφέρω
ποσώδης
πότ
πόταγε
ποτάγορος
ποτάγχυμεν
ποταείδω
ποταινί
ποταίνιος
ποταινός
ποταμέλγω
ποταμεύς
ποταμηγός
ποταμηδόν
View word page
πόταγε
πόταγε
, Dor. for
πρόσαγε.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόταγε
Headword (normalized):
πόταγε
Headword (normalized/stripped):
ποταγε
IDX:
85920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85921
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόταγε</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πρόσαγε.</span> </div><br><br>'}