Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πόσιμος
ποσίνδα
πόσις
πόσις
Ποσοιδαία
Ποσοιδάν
ποσοποιός
πόσος
ποσότης
ποσόω
ποσσαέτης
πόσθις
ποσσῆμαρ
ποσσίκλυτος
ποσσίκροτος
ποσταῖος
ποστημόριον
πόστιον
πόστος
ποσφέρω
ποσώδης
View word page
ποσσαέτης
ποσσαέτης, ες,
A). = ποσέτης , used as fem. (nisi leg.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποσσαέτης
Headword (normalized):
ποσσαέτης
Headword (normalized/stripped):
ποσσαετης
IDX:
85908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποσσαέτης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποσέτης</span> , used as fem. (nisi leg.</div> </div><br><br>'}