Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
ποσάχορδος
ποσαχῶς
πόσε
ποσεία
Ποσειδαῖα
Ποσειδανιασταί
Ποσειδάνιος
Ποσειδεών
Ποσείδιος
Ποσειδῶν
Ποσειδώνιος
Ποσειδωνοπετής
ποσέτης
ποσθαλίσκος
πόσθη
ποσθία
πόσθιον
πόσθων
View word page
Ποσειδεών
Ποσειδεών,
A). v. Ποσιδηϊών.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ποσειδεών
Headword (normalized):
ποσειδεών
Headword (normalized/stripped):
ποσειδεων
IDX:
85884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ποσειδεών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ποσιδηϊών.</span> </div> </div><br><br>'}