Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορφυροσχήμων
πορφυροῦς
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώδης
πορφυρώματα
πόρω
πός
πός
ποσάγω
ποσάκις
ποσαπλάσιος
ποσαπλοῦς
ποσάπους
ποσάχορδος
ποσαχῶς
πόσε
ποσεία
Ποσειδαῖα
Ποσειδανιασταί
View word page
ποσάγω
ποσάγω, =προσάγω, JRS 15.159 (Cotiaeum).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποσάγω
Headword (normalized):
ποσάγω
Headword (normalized/stripped):
ποσαγω
IDX:
85872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποσάγω</span>, <span class="foreign greek">=προσάγω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">JRS</span> 15.159 </span> (Cotiaeum).</div><br><br>'}